- ισχνοφωνία
- η слабый, тихий голос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἰσχνοφωνία — ἰσχνοφωνίᾱ , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem nom/voc/acc dual ἰσχνοφωνίᾱ , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνοφωνία — η (Α ἰσχνοφωνία και ιων. τ. ίσχνοφωνίη) [ισχνόφωνος] 1. άτονη, λεπτή, σιγανή φωνή 2. αδυναμία στην έκφραση … Dictionary of Greek
ἰσχνοφωνίας — ἰσχνοφωνίᾱς , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem acc pl ἰσχνοφωνίᾱς , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοφωνίαν — ἰσχνοφωνίᾱν , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοφωνίην — ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)